μπούμερανγκ

μπούμερανγκ
(boomerang). Αγγλικός όρος που προέρχεται από αυστραλιανή λέξη και προσδιορίζει ένα εκσφενδονιστικό όπλο τυπικό των ιθαγενών της Αυστραλίας, διαδεδομένο επίσης, με μορφές αρκετά διαφορετικές, και σ’ άλλους πρωτόγονους πολιτισμούς. Το μ. εξέπληξε τους πρώτους εξερευνητές της Αυστραλίας με την ιδιότητά του να επιστρέφει στον εκτοξευτή, όταν δεν χτυπήσει τον στόχο. Το μ. είναι ένα επίμηκες κομμάτι από σκληρό ξύλο, με εκλεπτυσμένα άκρα, λυγισμένο σε αμβλεία γωνία έτσι ώστε να σχηματίζει δυο φτερά καμπυλωμένα, με τομή που θυμίζει σχήμα φτερούγας πουλιού. Ο κυνηγός πιάνει το μ. από τη μια άκρη του και το εκσφενδονίζει έτσι ώστε να του δώσει κίνηση φοράς, μαζί με γρήγορη περιστροφή γύρω από έναν άξονα κάθετο προς την επίπεδη επιφάνεια των φτερών. Η ταχεία προώθησή του στον αέρα δημιουργεί δύναμη φοράς, ενώ η περιστροφή, εξαιτίας της γυροσκοπικής ενέργειας, κρατάει σταθερή τη σύμπτωση του επιπέδου περιστροφής με την τροχιά: κάτω από τις συνθήκες αυτές, το μ. προχωρεί και ανυψώνεται. Όταν εξαντληθεί η αρχική ώθηση σταματά η προώθηση, όχι όμως και η περιστροφή, που ευνοείται από την ανισότητα των φτερών· επειδή η αιτία αυτή το εμποδίζει να μεταβάλει την κλίση του, το μ. υποχρεώνεται να παλινδρομήσει, με την επίδραση του βάρους του, αποφεύγοντας την πτώση, γιατί από τη στιγμή αυτή ενεργεί η αυτοπεριστροφή, χαρακτηριστικό φαινόμενο των ελεύθερων ελίκων σε ρεύμα αέρα. Αυτό επιτρέπει την κάθοδο, με πλατιά καμπύλη, που ξαναφέρνει το μ. κοντά στον εκτοξευτή του. Οι ιθαγενείς της Αυστραλίας χρησιμοποιούν με εξαιρετική επιδεξιότητα το μπούμερανγκ, κάνοντάς το να διαγράφει απλές τροχιές (Α) ή προσδίδοντάς του συγχρόνως καθορισμένες κινήσεις περιστροφής και φοράς, έτσι ώστε οι τροχιές να γίνονται ιδιαίτερα περίπλοκες (Β, Γ, Δ). Κάτω δεξιά, μερικοί τύποι μπούμερανγκ.
* * *
το
1. ξύλινο αιχμηρό κυνηγετικό και πολεμικό όπλο τών ιθαγενών τής Αυστραλίας με σχήμα καμπτής ράβδου, που μετά την κατάλληλη ρίψη του έχει την ιδιότητα να επανέρχεται στο σημείο εκκίνησης
2. μτφ. ενέργεια που στρέφεται κατά τού δράστη ή επιχείρημα που στρέφεται τελικά εναντίον εκείνου που τό προέβαλε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. boomerang, ονομασία γλώσσας ιθαγενών τής Αυστραλίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • πολιτιστικοί κύκλοι — Μέθοδος ταξινόμησης των πολιτιστικών εποικοδομημάτων, που στηρίζεται στην αναγνώριση των διαφορετικών παραδόσεων, εθίμων, συστημάτων οικονομικής και κοινωνικής ζωής, που δημιούργησαν οι διάφοροι λαοί. Παρουσιάστηκε στην αρχή του αιώνα από… …   Dictionary of Greek

  • μπόλιασμα — (Βοτ.). Πρακτική φυτοτεχνική μέθοδος, με την οποία γίνεται η μεταμόσχευση ενός ματιού ή τμήματος μικρού κλαδιού από ένα φυτό, του οποίου επιδιώκεται να διατηρηθούν τα χαρακτηριστικά, σ’ ένα άλλο, ιδιαίτερα εύρωστο, που ονομάζεται υποκείμενο. Το μ …   Dictionary of Greek

  • Boomerang Junior — Slogan La planète Boomerang pour les 2 8 ans Statut Jeunesse Diffusion …   Wikipédia en Français

  • Δραβίδες — Σύνολο προάριων πληθυσμών, που σήμερα κατοικούν στη νότια Ινδία και υπερβαίνουν τα διακόσια εκατομμύρια. Η ονομασία δόθηκε από τους Ινδοϊρανούς εισβολείς (Αρίους) στον λαό στην ανατολική παράκτια περιοχή του Ντεκάν και αργότερα επεκτάθηκε σε… …   Dictionary of Greek

  • κοσμογονία — Το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων που ερμηνεύουν την προέλευση του κόσμου και του ανθρώπου. Η έννοια της κ. δεν αντιστοιχεί πάντοτε στην έννοια της δημιουργίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις περιγράφεται ως μεταμόρφωση μιας αδιαφοροποίητης… …   Dictionary of Greek

  • προπαγάνδα — Βάση της π. είναι ένας ιδιαίτερος τρόπος επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, με τον οποίο ο προπαγανδιστής μεταδίδει στο κοινό μια πληροφορία με περισσότερο ή λιγότερο υποβλητική αξία. Οι τόσο γενικοί όμως αυτοί όροι δεν εξηγούν την… …   Dictionary of Greek

  • όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… …   Dictionary of Greek

  • αυστραλιανή φυλή — Ανθρώπινη ομάδα, η οποία χαρακτηρίζεται από το μαυριδερό χρώμα της επιδερμίδας της, το δασύ τρίχωμα του σώματος και τα κυματιστά ή σγουρά μαλλιά. Οι Αυστραλιανοί είναι υπερβολικά δολιχοκέφαλοι (κεφαλικός δείκτης 73)· η μύτη τους είναι πλατιά και… …   Dictionary of Greek

  • Ζίμαν, Έρικ Κρίστοφερ — (Erik Christopher Zeeman, Χόρσαμ, Σάσεξ 1925 –). Βρετανός μαθηματικός, δανέζικης καταγωγής. Σπούδασε στο κολέγιο Christ’s του Κέιμπριτζ και πήρε τον διδακτορικό του τίτλο από το πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Συνέχισε τη διετία 1954 55 στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”